κοιλιοπωλης

κοιλιοπωλης
    κοιλιοπώλης
    κοιλιο-πώλης
    -ου ὅ торговец потрохами Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοιλιοπωλης" в других словарях:

  • κοιλιοπώλης — κοίλιοπώλης, ὁ (Α) (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιοπώλῃσιν — κοιλιοπώλης tripe seller masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»